Η Ψυχοθεραπεία είναι μια διαδικασία, η οποία μας βοηθά να κατανοήσουμε τον εαυτό μας σε βάθος. Βασίζεται κυρίως στη σχέση συνεργασίας και εμπιστοσύνης που αναπτύσσουμε με το θεραπευτή μας, μέσα στην οποία μπορούμε με ασφάλεια να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας, να κατανοήσουμε τον εαυτό μας, να καταρρίψουμε υπάρχοντες μηχανισμούς που μας απομακρύνουν από το βίωμά μας στο εδώ και τώρα και να αναπτύξουμε ψυχική ανθεκτικότητα απέναντι στις δυσκολίες της καθημερινότητας.
Απώτερος σκοπός της Ψυχοθεραπείας είναι να μας βοηθήσει να επαναπροσδιορίσουμε τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε και συμπεριφερόμαστε, ώστε να βελτιώσουμε τη ζωή μας και τις σχέσεις μας με τον καλύτερο τρόπο για εμάς.
Όταν νιώθουμε μέσα μας ότι αντιμετωπίζουμε δυσκολίες, νιώθουμε άγχος, φόβο, δυσκολευόμαστε να πάρουμε αποφάσεις ή να λύσουμε προβλήματα. Όταν δυσκολευόμαστε να επικοινωνήσουμε αυτά που νιώθουμε, να βάλουμε όρια στην επαφή μας με άλλους ανθρώπους, καθώς και όταν υπάρχει έλλειψη υποστηρικτικού πλαισίου. Όταν ξυπνάνε τέτοιου είδους ανησυχίες μέσα μας, είναι μια στιγμή που ίσως χρειάζεται να ζητήσουμε βοήθεια. Είναι σημαντικό όμως να έχουμε στο νου μας ότι όταν κάποιος ζητάει βοήθεια από έναν επαγγελματία ψυχικής υγείας δεν είναι σημάδι αδυναμίας. Εν αντιθέσει, σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε ότι δεν αισθανόμαστε καλά και ότι δεν χρειάζεται να τα κάνουμε όλα μόνοι. Η φροντίδα της ψυχικής μας υγείας είναι κομμάτι της αυτοφροντίδας και δηλώνει την επιθυμία μας για εξέλιξη.
Πολλές φορές νιώθουμε δυσκολίες μέσα μας, σκεφτόμαστε ότι χρειαζόμαστε βοήθεια και θέλουμε να απευθυνθούμε σε έναν επαγγελματία ψυχικής υγείας, όμως διστάζουμε. Αναρωτιόμαστε πώς θα εμπιστευτούμε έναν άνθρωπο που δεν γνωρίζουμε, αν θα ταιριάξουμε και αν πρέπει να δεσμευτούμε σε αυτή τη διαδικασία. Η εμπιστοσύνη μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου αναπτύσσεται στην πορείας της θεραπευτικής διαδικασίας. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι στην ψυχοθεραπεία δεν δεσμευόμαστε με κάποιο αριθμό συγκεκριμένων συνεδριών, καθώς κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός και το χρονικό διάστημα που θα χρειαστεί να κάνει συνεδρίες εξαρτάται από τον ίδιο. Επίσης, πολλές φορές δυσκολευόμαστε να ζητήσουμε βοήθεια, γιατί δεν το έχουμε μάθει. Η προσωπική μας εξέλιξη είναι μέρος της αυτοφροντίδας μας και είναι σημαντικό να επενδύσουμε σε αυτήν.
Μέσω της Ψυχοθεραπείας μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αρνητικές σκέψεις, εσωτερικές συγκρούσεις και φοβίες και να διαχειριστούμε συναισθήματα (άγχος, πένθος, θλίψη, οδύνη, φόβος), υπαρξιακά ζητήματα, κρίσεις, ή τυχόν τραύματα (απώλεια, διαζύγιο, κακοποίηση) που επηρεάζουν τη λειτουργικότητά μας και δημιουργούν προβλήματα στην καθημερινότητα και στις σχέσεις μας με τους άλλους.
Επίσης, μέσα από τη διαδικασία της Ψυχοθεραπείας καλλιεργούμε σε βάθος χρόνου την αυτογνωσία και την αυτοεκτίμησή μας και αναπτύσσουμε τις κατάλληλες δεξιότητες που θα μας βοηθούν να επιλύσουμε ζητήματα που μας απασχολούν σε κάθε πτυχή της προσωπικής και κοινωνικής μας ζωής.
Η Προσωποκεντρική Ψυχοθεραπεία, ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1950 από τον Carl Rogers και αποτελεί την «τρίτη δύναμη» στην ψυχολογία και εναλλακτική στις άλλες δύο κυρίαρχες προσεγγίσεις, την ψυχανάλυση και τον συμπεριφορισμό. Ο σκοπός αυτής της προσέγγισης…» έλεγε ο Rogers δεν είναι να λύσει ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, αλλά να βοηθήσει το άτομο να αναπτυχθεί έτσι ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα … Βασίζεται πολύ περισσότερο στην τάση του ατόμου προς την ανάπτυξη , την υγεία και την προσαρμογή… Αυτή η νέα θεραπεία τονίζει περισσότερο τα συναισθηματικά στοιχεία … παρά τις νοητικές διαδικασίες .. Τονίζει περισσότερο την παρούσα κατάσταση παρά το παρελθόν του ατόμου... Τέλος αυτή η προσέγγιση δίνει έμφαση στην ίδια την θεραπευτική σχέση ως μια αναπτυξιακή εμπειρία.
Η Προσωποκεντρική αποτελεί μια μη κατευθυντική προσέγγιση, με τον θεραπευτή να μη συμβουλεύει η να στρέφει το θεραπευόμενο προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, αλλά να δημιουργεί μια θεραπευτική σχέση με αυτόν, η οποία λειτουργεί ως το μέσο για την ανάπτυξη και τη θεραπευτική αλλαγή του θεραπευόμενου. Σύμφωνα με τον Rogers, ο στόχος της Προσωποκεντρικής Προσέγγισης δεν είναι η επίλυση ενός «προβλήματος», αλλά η δημιουργία των συνθηκών εκείνων που θα βοηθήσουν τον θεραπευόμενο να αναπτυχθεί ως άτομο, να αποκτήσει την αυτονομία εκείνη που θα τον βοηθά στο να διαχειρίζεται και να επιλύει τα προβλήματά του, και να οδηγείται ως προς την αυτοπραγμάτωση του (το σημείο εκείνο όπου το άτομο έχει φτάσει στο μέγιστο της ανάπτυξής του και της αξιοποίησης των στοιχείων της προσωπικότητάς του).
Ενώ όλες οι ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις θεωρούν τη θεραπευτική σχέση ανάμεσα στο θεραπευτή και στο θεραπευόμενο ως σημαντική, η Προσωποκεντρική Προσέγγιση τη θεωρεί από μόνη της επαρκή. Αναγνωρίζει την αυτονομία του ατόμου και τη δυνατότητά του να γνωρίζει το δικό του καλό και το πώς μπορεί να αναπτυχθεί, για να μπορέσουν όμως όλα αυτά να λειτουργήσουν, απαιτείται ένα περιβάλλον βαθιάς αποδοχής του θεραπευόμενου από τον θεραπευτή, ένα περιβάλλον ασφάλειας όπου το άτομο τιμάται και νιώθει ότι γίνεται κατανοητό.
Σύμφωνα με τον Rogers, για μπορέσει να υπάρξει θεραπευτική αλλαγή, θα πρέπει να υπάρχουν οι εξής συνθήκες:
Αν ο θεραπευτής μπορέσει να δημιουργήσει τις παραπάνω συνθήκες μέχρι έναν βαθμό, και ο θεραπευόμενος μπορέσει να νιώσει και να δεχτεί τις παραπάνω συνθήκες μέχρι έναν βαθμό, τότε, σύμφωνα με την Προσωποκεντρική Προσέγγιση, η θεραπευτική αλλαγή είναι δυνατόν να επιτευχθεί. Όπως ο Carl Rogers υποστήριξε «Το άτομο έχει μέσα του πλούσιες δυνατότητες να κατανοεί τον εαυτό του και να μεταβάλλει την αυτοεικόνα του, τις βασικές στάσεις ζωής και την αυτο-κατευθυνόμενη συμπεριφορά του. Οι δυνατότητες αυτές μπορούν να απελευθερωθούν μόνο εάν εξασφαλιστεί ένα συγκεκριμένο κλίμα διευκολυντικών ψυχολογικών στάσεων» (Rogers, 1953). Αυτό το θεραπευτικό κλίμα, αποτελεί τον πυρήνα της Προσωποκεντρικής Προσέγγισης.
Σήμερα, η Προσωποκεντρική αναγνωρίζεται από όλες τις προσεγγίσεις ως η βάση της οποιαδήποτε θεραπευτικής σχέσης και ως συνώνυμο της συμβουλευτικής διαδικασίας.
Εκτός από τις προσωπικές θεραπείες , στην προσωποκεντρική δόθηκε έμφαση στις ΟΜΑΔΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ . Οι ομάδες συνάντησης είναι θεραπευτικές ομάδες που οργανώθηκαν από τον Rogers κατά τις δεκαετίες 1960-1970 στην Αμερική. Οι ομάδες αποτελούνται συνήθως από 8 έως 18 μέλη που σχετίζονται μεταξύ του;, αλληλοεξαρτώνται και συναλλάσσονται για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Είναι η ίδια η ομάδα υπεύθυνη για τους στόχους και τις κατευθύνσεις που θα πάρει, εστιάζοντας στη διαδικασία και στη δυναμική των άμεσα προσωπικών αλληλεπιδράσεων. Επομένως στην προσωποκεντρική ομάδα , η βοήθεια δεν προκύπτει μόνο από ένα άτομο προς το οποίο όλες οι προσδοκίςε κατευθύνονται (συντονιστής) αλλά τα μέλη μαθαίνουν να υποστηρίζουν το ένα το άλλο αμοιβαία. Με αυτόν τον τρόπο υπάρχει μια πλούσια εμπειρία μάθησης , μέσω της οποίας ο καθένας συναντά μια άλλη αντιληπτική πραγματικότητα και έναν άλλο κόσμο αξιών που επαναπροσδιορίζουν το δικό του , εφόσον εκείνος καταφέρνει να παραμένει ανοιχτός. Οι συμμετέχοντες επισκέπτονται την ομάδα με ποικίλα συναισθήματα όπως ο φόβος της σύγκρουσης , της αντιπαράθεσης ή της ευπάθειας.